κοναβῶ

κοναβῶ
κοναβέω
resound
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
κοναβέω
resound
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κοναβώ — κοναβῶ, έω (Α) 1. (ιδίως για μεταλλικά σώματα) ηχώ, κροτώ, δημιουργώ κλαγγή 2. αντηχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολ. και πιθ. ηχομιμητική. Το θ. τής λ. (κονα ) συνδέεται πιθ. με τους τ. καναχή «θόρυβος, ήχος» και κόμπος «ήχος», ενώ το… …   Dictionary of Greek

  • κοναβίζω — (Α) κοναβώ* …   Dictionary of Greek

  • κόναβος — κόναβος, ὁ (Α) κρότος, θόρυβος, χτύπος, πάταγος («κόναβος ἐν πύλαις χαλκοδέτων σακέων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητικά < κοναβῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”